ηθικολογία

ηθικολογία
η
1. ηθικό κήρυγμα που γίνεται από ανθρώπους με στενό και φαρισαϊκό πνεύμα: Στενόκαρδη ηθικολογία. – Όλη η ομιλία του ήταν μια ανούσια ηθικολογία.
2. το να ασχολείται κάποιος με την ηθική.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ηθικολογία — η 1. λόγος περί ηθικής, ηθική διδασκαλία, διδασκαλία για το τί είναι ηθικό και τί ανήθικο 2. ειρων. κήρυγμα, λόγος ή συζήτηση περί ηθικής με πνεύμα στενό και περιορισμένο, εκεί που δεν χρειάζεται («άφησε τις ηθικολογίες και κοίτα τη δουλειά σου») …   Dictionary of Greek

  • -λογία — (AM λογία) β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος ή από ρ. σε λογώ και ανάγονται στο ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «μιλώ», άρα και τού «ασχολούμαι με κάτι» (πρβλ. αερολογία, ευφυολογία, φιλολογία), είτε με …   Dictionary of Greek

  • Πολύβιος — (Μεγαλόπολις, Αρκαδία περ. 205 π.Χ. – περ. 125/120 π.Χ.). Αρχαίος Έλληνας ιστορικός. Γιος του στρατηγού της Αχαϊκής Συμπολιτείας Λυκόρτα, αναμείχθηκε και ο ίδιος στην πολιτική ζωή της συμπολιτείας. Το 168, μετά τη συντριβή της μακεδονικής δύναμης …   Dictionary of Greek

  • ηθικολογικός — ή, ό αυτός που ανήκει, αρμόζει ή αναφέρεται στην ηθικολογία ή στον ηθικολόγο. επίρρ... ηθικολογικώς και ά με τρόπο ηθικολογικό, που ταιριάζει σε ηθικολόγο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηθικολόγος. Η λ. μαρτυρείται από το 1858 στον Παύλο Καλλιγά] …   Dictionary of Greek

  • καθηκοντολογία — η 1. το μέρος τής ηθικής που ασχολείται με τα καθήκοντα τού ανθρώπου 2. το να μιλά κάποιος συνεχώς και κατά κόρον για τα καθήκοντα τού ανθρώπου, ηθικολογία, δεοντολογία. [ΕΤΥΜΟΛ. < καθῆκον, τος + λογία (< λόγος < λόγος), πρβλ. αερο λογία …   Dictionary of Greek

  • λουκάνος — (Marcus Annaeus Lucanus, Κορδούη [σημερινή Κόρντομπα Ισπανίας] 39 μ.Χ. – Ρώμη 65 μ.Χ.). Λατίνος ποιητής. Ανιψιός του Σενέκα, στην αρχή της σταδιοδρομίας του ο Λ. είχε κατορθώσει να αποσπάσει τη θετική γνώμη του Νέρωνα προς το πρόσωπό του, η οποία …   Dictionary of Greek

  • πολύβιος — (Μεγαλόπολις, Αρκαδία περ. 205 π.Χ. – περ. 125/120 π.Χ.). Αρχαίος Έλληνας ιστορικός. Γιος του στρατηγού της Αχαϊκής Συμπολιτείας Λυκόρτα, αναμείχθηκε και ο ίδιος στην πολιτική ζωή της συμπολιτείας. Το 168, μετά τη συντριβή της μακεδονικής δύναμης …   Dictionary of Greek

  • Αισχίνης — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Αθηναίος ρήτορας και πολιτικός (Αθήνα 389 – Ρόδος 314; π.Χ.). Καταγόταν από άσημη οικογένεια, άσκησε διάφορα επαγγέλματα, δοκίμασε τις δυνάμεις του και ως ηθοποιός και κατέλαβε μια ασήμαντη δημόσια θέση. Για την… …   Dictionary of Greek

  • Αλαρκόν, Πέντρο Αντόνιο ντε — (Petro Antonio de Alarcόn, Κάδιξ 1833 – Μαδρίτη 1891).Ισπανός συγγραφέας. Είναι γνωστός κυρίως από το Τρίκωχο καπέλο (El sombrero de tres picos, 1874), χαριτωμένο μυθιστόρημα της επαρχιακής ζωής, που ενέπνευσε το ομώνυμο μπαλέτο στον Ντε Φάλια… …   Dictionary of Greek

  • Βηλαράς, Ιωάννης — (Κύθηρα 1771 – Τσεπέλοβο, Ήπειρος 1823). Ιατροφιλόσοφος, ποιητής και πρωτοπόρος του γλωσσικού ζητήματος. Η οικογένειά του καταγόταν από τα Ιωάννινα, όπου μεγάλωσε και ο ίδιος. Σπούδασε ιατρική στην Ιταλία και ύστερα έζησε στα Ιωάννινα ως γιατρός… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”